γύρος

γύρος
ο
1) окружность, круг; периметр; 2) круг, тур; раунд;

γύρος του βαλς — тур вальса;

ο πρώτος γύρος τού διαγωνισμού — первый тур конкурса;

πρώτος γύρος των αγώνων — первый круг соревнований;

3) обод, обруч;
4) ограда; 5) оборка; волан; 6) край, бордюр' (тж. платья); поля (шляпы); 7) оборот, виток; 8) поворот, оборот; хождение кругом;

φέρνω γύρο το σπίτι — кружить, бегать вокруг дома;

9) блуждание, скитание, шатание;
10) прогулка, поездка;

ο γύρος τού κόσμου — кругосветное путешествие;

κάνω γύρο — а) прогуливаться, бродить;

б) идти в обход, ехать в объезд (см. 11);

κάνω ένα γύρο — а) немного прогуляться; — б) сделать один круг (см. 2);

πάμε ένα γύρο — пойдём пройдёмся;

11) обход, объезд, окольный путь; крюк (разг );

κάνω το γύρο — делать крюк;

12) товарооборот;
13) спорт, беговой круг;

§ γύροι τού εγκεφάλου — извилины мозга;

τα μοιράσαμε τρείς στο γύρο ( — или του γύρου) — мы разделили это между нами тремя;

κάθονται ένα γύρο — сидеть кружком


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Полезное


Смотреть что такое "γύρος" в других словарях:

  • γῦρος — ring masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύρος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 18 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου. 2. Οικισμός (46 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * ο (Α γῡρος, Μ γύρος) 1 …   Dictionary of Greek

  • γυρός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 18 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου. 2. Οικισμός (46 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * γυρός, ά, όν (Α)… …   Dictionary of Greek

  • γύρος — ο 1. κύκλος, περιφέρεια, περίμετρος: Κάναμε το γύρο του νησιού με ένα καΐκι. 2. κυκλική κίνηση, περιστροφή: Οι δείκτες του ρολογιού συμπλήρωσαν ένα γύρο. 3. ό,τι είναι κυκλικό: Ο γύρος του καπέλου. 4. περίπατος, βόλτα: Έκανα ένα γύρο στην πόλη. 5 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυρός — γῡρός , γυρός rounded masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γῦροι — γῦρος ring masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γῦρον — γῦρος ring masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кандия, Педро де — Педро де Кандия греч. Πέδρο δε Κάνδια …   Википедия

  • ΓΚΑΤ — (GATT). Συντομογραφία του General Agreement on Tariffs and Trade (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου). Στη συμφωνία αυτή, την οποία συνυπέγραψαν στη Γενεύη στις 30 Οκτωβρίου 1947 είκοσι τρεις χώρες και άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Ιανουαρίου… …   Dictionary of Greek

  • γυρά — γῡρά , γυρός rounded neut nom/voc/acc pl γῡρά̱ , γυρός rounded fem nom/voc/acc dual γῡρά̱ , γυρός rounded fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Gyros — This article is about the food dish. For other uses, see Gyro. Gyros or gyro (giros) (pronEng|ˈjɪəroʊ or IPA|/ˈdʒaɪroʊ/, Greek: γύρος turn ) is a Greek fast food;. It is a kind of meat roasted on a vertical rotisserie. By extension, gyros may… …   Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»